Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Αποχαιρετώντας το ευρωπαϊκό όνειρο. Μέρος Β


Τώρα γίνεται πλέον όλο και πιο φανερό, αφού έχουν καταρρεύσει στην πράξη οι ψευδαισθήσεις που ανέφερα παραπάνω, ότι η μόνη βιώσιμη οικονομικά και κοινωνικά λύση για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που έχει βέβαια και αυτή σημαντικές προκλήσεις και δυσκολίες, αλλά όχι μη αντιμετωπίσιμες, είναι η άμεση και εθελούσια έξοδός τους από την ευρωζώνη, η οποία έχει καταστεί γι αυτές θανάσιμη παγίδα.

Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, δυστυχώς η συζήτηση περί επιστροφής στη δραχμή έχει ποινικοποιηθεί πολιτικά, με αποτέλεσμα ο κόσμος να έχει τρομοκρατηθεί και να μην έχει γίνει ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος με τεκμηριωμένες θέσεις και από τις δύο πλευρές, ώστε να υπάρχει ενημέρωση για τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. 

Συνεπώς, μεγάλο μέρος των πολιτών είναι ακόμη εντελώς απροετοίμαστο να δεχτεί και να υποστηρίξει τις συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ, παρόλο που αυτή πλησιάζει όλο και περισσότερο ως ενδεχόμενο. Το σύνηθες επιχείρημα των υποστηρικτών της παραμονής στο ευρώ, πέρα από τις γελοιότητες περί βαλκανιοποίησης της χώρας, διεθνούς απομόνωσης και εξαθλίωσης του πληθυσμού, σε περίπτωση επιστροφής στη δραχμή(θυμίζω μόνο τους χιλιάδες άστεγους και τις ουρές στα συσσίτια που βλέπουμε καθημερινά, καθώς και τις συγκρίσεις της χώρας μας με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ως προς το επίπεδο μισθών, που συστηματικά έχουν γίνει από αξιωματούχους της ΕΕ και του ΔΝΤ), είναι ότι δεν υπάρχει διαμορφωμένη εναλλακτική πρόταση, εάν η Ελλάδα έλθει σε ρήξη με την τρόικα και βγει από το μνημόνιο, και άρα ότι το μνημόνιο είναι μονόδρομος. Η πρόταση αυτή υπάρχει και έχει διατυπωθεί πολλάκις και αναλυτικά από αρκετούς αριστερούς οικονομολόγους, εντός και εκτός της χώρας, με γνωστότερο ίσως τον Κώστα Λαπαβίτσα.

Συνοψίζω τα βασικά της σημεία: 1) αθέτηση πληρωμών και εθελούσια έξοδος της χώρας από το ευρώ, με ταυτόχρονη υποτίμηση της δραχμής κατά 50-60%, κάτι που θα τονώσει άμεσα τις εξαγωγές 2) εκκαθάριση του ενεργητικού των τραπεζών και δημόσιος έλεγχος τους, ώστε να ελαφρυνθούν οι δανειολήπτες και να παρασχεθεί μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας άφθονη ρευστότητα στις χειμαζόμενες και άδειες από ρευστό επιχειρήσεις, 3) επιβολή ελέγχων και περιορισμών στην ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, 4) συγκρότηση επιτροπής λογιστικού έλεγχου και διαγραφή του μέρους του δημοσίου χρέους που θα κριθεί, με βάση το διεθνές δίκαιο, επαχθές, 5) επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με αύξηση μισθών και συντάξεων για να τονωθεί η εσωτερική ζήτηση και να κινηθεί η οικονομία, 6) επιβολή δελτίου και διατίμησης στα βασικά αγαθά στα οποία θα παρουσιαστούν προσωρινά ελλείψεις, λόγω περιορισμού των εισαγωγών(φάρμακα, καύσιμα, τρόφιμα κτλ), οι οποίες όμως δεν θα είναι τόσο μεγάλες όσο παρουσιάζεται(ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2010 η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε το 90% των αναγκών της χώρας σε τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα), ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού και να μην υπάρξει μαύρη αγορά και κερδοσκοπία 7) αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, με επικέντρωση στην επιδότηση από το κράτος της παραγωγής ορισμένων αγροτικών προϊόντων, όπου η χώρα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα(ελιά, λάδι, κρασί), που σήμερα λιμνάζει, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει σταδιακά διατροφική αυτάρκεια και ,ει δυνατόν, πλεόνασμα προς εξαγωγή, και παράλληλα ενίσχυση του τουρισμού, με μείωση του ΦΠΑ τόσο στις τουριστικές επιχειρήσεις όσο και στα βασικά διατροφικά αγαθά και τέλος 8) σύναψη διακρατικών εμπορικών συμφωνιών με πετρελαιοπαραγωγούς χώρες εκτός ΕΕ(π.χ Ιράν), ώστε η χώρα να προμηθεύεται φθηνά πετρέλαιο. 

Επιπλέον, υπερ της εξόδου από το ευρώ συνηγορούν και αρκετά ιστορικά παραδείγματα χωρών σε παρόμοια κρίση, που έχουν βγει από καθεστώτα σύνδεσης με «σκληρά» νομίσματα, όπως το σημερινό ευρώ, και, υποτιμώντας τα νομίσματά τους, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και ενισχύοντας την εσωτερική ζήτηση, ανέκαμψαν γρήγορα και εντυπωσιακά (όπως οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με την παγκόσμια κρίση του 1929, και πιο πρόσφατα, η Ισλανδία, το Μεξικό, η Βραζιλία και η Αργεντινή).

Ως προς τις πολιτικές προϋποθέσεις και συνέπειες μιας εξόδου τις χώρας από την ευρωζώνη, νομίζω ότι είναι απαραίτητο να θιγούν δύο ζητήματα. Πρώτον, κατά πόσον μια αποχώρηση από τη νομισματική ένωση, θα σημάνει νομοτελειακά και αποχώρηση από την ΕΕ συνολικά. Παρά το γεγονός ότι η άμεση σύνδεση ευρωζώνης-ΕΕ παρουσιάζεται από πολλούς ως δεδομένη, η άποψη αυτή είναι επιεικώς αβάσιμη. Η νομισματική ένωση αποτελεί μόνο μια από τις λειτουργίες της ΕΕ, και δεν ταυτίζεται μαζί της. Το αν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ θα δεχτούν στους κόλπους τους μια χώρα που θα εφαρμόσει μέτρα κρατικού ελέγχου και προστατευτισμού, ευθέως αντίθετα με την οικονομική φιλοσοφία της ένωσης, είναι ζήτημα διεθνών συγκυριών και πολιτικής διαπραγμάτευσης σε ανώτατο επίπεδο. 

Αν πάντως η Ελλάδα παραμείνει στην ΕΕ έχοντας αποχωρήσει από το ευρώ, αυτό θα είναι μια ντε φάκτο υπονόμευση ή και κατάργηση της αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, κάτι που πιθανόν να ανοίξει το δρόμο για μια μετατόπιση της ΕΕ σε σοσιαλιστική-φιλολαική κατεύθυνση, με την αλλαγή των οικονομικών της δογμάτων. Αυτό το ενδεχόμενο θα ενισχυθεί έτι περαιτέρω σε περίπτωση σύντομης ανάκαμψης της Ελλάδας μετά την έξοδο από το ευρώ, κάτι που θα ασκήσει τεράστιες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας να ακολουθήσουν το παράδειγμα της, οπότε η διαπραγματευτική θέση της χώρας εντός και εκτός Ευρώπης θα είναι πολύ ενδυναμωμένη, και η ευρωζώνη θα αναδιαρθρωθεί ή θα διαλυθεί.

Ένα δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με το ποιες δυνάμεις θα αναλάβουν να μετατρέψουν αυτή την οικονομική πρόταση σε συγκεκριμένο και άμεσα υλοποιήσιμο πολιτικό πρόγραμμα. Μέχρι τώρα, αυτό δεν έχει συμβεί κυρίως λόγω της ψυχοπαθολογικής προσκόλλησης της πλειοψηφίας των πολιτών στο ευρώ, ενώ το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που υποστήριζε ανοιχτά την έξοδο από το ευρώ είναι το ΚΚΕ, το οποίο έχει αυτοαπομονωθεί και περιχαρακωθεί δηλώνοντας ευθέως πως δεν το ενδιαφέρει η διακυβέρνηση της χώρας, και αρνούμενο τις συμμαχίες με άλλες αριστερές δυνάμεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ τηρεί μια επαμφοτερίζουσα στάση στο ζήτημα, που τον εκθέτει σε πανταχόθεν βολές. Τώρα όμως, που φαίνεται όλο και πιο καθαρά τι εστί ευρώ και ευρωζώνη, και φουντώνει διαρκώς η αμφισβήτηση της σημερινής νεοφιλελεύθερης ΕΕ και των θεσμών της, η λύση της δραχμής αντιμετωπίζεται θετικά, σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις, από όλο και πιο μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Συνεπώς, οι αριστερές δυνάμεις, και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να θέσουν ανοιχτά θέμα εξόδου από το ευρώ, χωρίς να τρομάξουν και να αποξενώσουν τους πολίτες, που ζουν καθημερινά την εξαθλίωση και την απόγνωση χωρίς προοπτική, την οποία υποτίθεται ότι θα έφερνε η δραχμή. 

Η πρόταση αυτή πρέπει να διαμορφωθεί και ναδιατυπωθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε η χώρα να είναι έτοιμη να βγει αυτοβούλως από τη νομισματική ένωση μέσα στους επόμενους μήνες, χωρίς να περιμένει να εξαναγκαστεί να το κάνει αργά ή γρήγορα, χωρίς τη θέλησή της. Αυτό είναι κρίσιμο για να υπάρξει η απαραίτητη λαϊκή υποστήριξη και ανοχή στο εγχείρημα, χωρίς την οποία είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Οφείλω να τονίσω το αυτονόητο, ότι αυτή την ευθύνη μπορεί να την πάρει μόνο ένα πλήρως ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό, το οποίο θα προέλθει από εκλογές και θα εκτείνεται από τη σοσιαλδημοκρατία (αν καταφέρει να αναγεννηθεί), μέχρι και την ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά. Τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο, αυτή η ανανέωση θα πρέπει να συνοδευτεί από ευρύτατες συνταγματικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις (όπως για παράδειγμα η μείωση των βουλευτών σε 200, η θέσπιση πλαφόν 2 το πολύ βουλευτικών θητειών και ασυμβίβαστου υπουργού βουλευτή, η επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων στην προ μνημονίων κατάσταση, η οριστική κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η δήμευση των περιουσιών επίορκων δημοσίων λειτουργών και η απόλυσή τους, η θέσπιση περιουσιολογίου, η δυνατότητα διενέργειας δεσμευτικών δημοψηφισμάτων για τα δημοσιονομικά και η πραγματοποίηση όλων των συναλλαγών πολιτών κράτους σε ηλεκτρονική βάση, ώστε να αποφεύγεται η διαπροσωπική επαφή). Όλα αυτά βεβαίως εντάσσονται σε μια λογική αναβάθμισης της λειτουργικότητας, του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του δημοσίου τομέα, και όχι διάλυσης και απαξίωσής του, που βαφτίζεται σήμερα «εξορθολογισμός», και θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι για να αναστήσουμε το πεθαμένο ευρωπαϊκό όνειρο, θα πρέπει να απαλλαγούμε αμέσως από τα επικίνδυνα και ανεδαφικά νεοφιλελεύθερα δόγματα, ότι δήθεν η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από το άνοιγμα των αγορών, τον περιορισμό του κράτους και την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Αν μη τι άλλο, οι απόψεις αυτές φανερώνουν άγνοια στοιχειωδών οικονομικών αρχών, όπως ότι στον καπιταλισμό οι επιχειρήσεις λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος, και συνεπώς κανένας ιδιώτης, εγχώριος ή ξένος, δεν θα έρθει να επενδύσει σε μια χώρα με βαθιά ύφεση, ιλιγγιώδη ανεργία, μηδενική οικονομική δραστηριότητα και εσωτερική ζήτηση, για τον απλούστατο λόγο ότι τα προϊόντα του δεν θα έχουν καταναλωτικό κοινό στο οποίο να διοχετευτούν, και άρα ούτε κερδοφόρες προοπτικές. Εκτός εάν θεωρούμε τους ιδιώτες επενδυτές ηλίθιους, ή εάν, ακόμα χειρότερα, θέλουμε να μετατρέψουμε τη χώρα σε εργασιακή κόλαση, όπου θα παράγονται πολύ φθηνά προϊόντα από εξαθλιωμένους εργαζομένους, με στόχο τη διοχέτευσή τους με ανταγωνιστικούς όρους στις αγορές του εξωτερικού.  Αν η Ευρώπη ως πολιτικό όραμα θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να στραφεί στον κρατικό παρεμβατισμό, και την ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, χάριν της κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας.

Η οικονομική ιστορία και θεωρία μας έχει διδάξει ότι σε περιόδους ύφεσης, που ο ιδιωτικός τομέας μειώνει τις δαπάνες του, μόνο ο δημόσιος τομέας έχει τους πόρους και τα μέσα να καλύψει αυτό το κενό και να επανεκκινήσει την οικονομική δραστηριότητα, μέσω αύξησης των επενδύσεων σε δημόσια έργα, καταπολέμησης της ανεργίας και στήριξης της ενεργού ζήτησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή μέτρων με άμεση εφαρμογή και επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Κάποια στιγμή ο ιδιωτικός τομέας θα ανακάμψει, χάρη στην δημόσια παρέμβαση και υπό τον άμεσο και αυστηρό έλεγχο του τρόπου λειτουργίας του από το κράτος, ώστε να λειτουργεί με κοινωνική ευθύνη. Αυτή η ανάκαμψη θα είναι όμως απροσδιόριστη χρονικά και σίγουρα μακροπρόθεσμη, και, όπως είπε κάποτε ο σπουδαιότερος οικονομολόγος του 20ου αιώνα, John Maynard Keynes, «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί»…

Δείτε εδώ το Α μέρος

1 σχόλιο:

  1. Eμείς συμφωνούμε απόλυτα με αυτά που γράφετε και
    πιστεύω ότι η άποψη σας πρέπει να διαδοθεί και να
    γίνει ευρέως κατανοητή και αποδεκτή. Μόνον η έξοδος από το ευρώ αλλά και η αποπομπή του ΔΝΤ και
    η κατάργηση των μνημονίων, είναι η λύση γιά την Ελλάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή